- ἀρχιδιακόνου
- ἀρχιδιάκονοςchief deaconmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
архидияконъ — АРХИДИ˫АКОН|Ъ (14), А с. ἀρχιδιάκονος Архидьякон, старший дьякон: и написавъ мл҃твоу на хартию. дасть архиди˫аконоу. повелѣвъ ѥмоу оти(і)ти. и вьрхоу на гробѣ брата прочисти ю. (τῷ ἀρχιδιακόνῳ) КЕ XII, 249а; тъгда архидиа(к)ноу. зади сто˫ати… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Монастырь Святого Стефана — православный храм Монастырь Святого Стефана греч. Μονή Αγίου Στεφάνου … Википедия
κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… … Dictionary of Greek